ἄκερος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερα — ἄκερος neut nom/voc/acc pl ἄκερος nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερον — ἄκερος masc/fem acc sg ἄκερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκεροι — ἄκερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερων — ἄκερω̆ν , ἄκερος masc/fem/neut gen pl ἄκερω̆ν , ἄκερος masc/fem acc sg ἄκερω̆ν , ἄκερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερως — ἄκερω̆ς , ἄκερος adverbial ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom pl ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερω — ἄκερω̆ , ἄκερος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄκερω̆ , ἄκερος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκερως — ἄκερως ( ω), ων (Α) ο άκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] … Dictionary of Greek
ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… … Dictionary of Greek
δίκερος — η, ο (Μ δίκερος, ον) δικέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας (πρβλ. άκερος)] … Dictionary of Greek